ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Ἐπὶ τοῖς ὀνομαστηρίοις παρακαλῶ δεχθῆτε τὰς θερμὰς εὐχὰς τῆς ταπεινότητός μου, δι’ ὧν ἱκετεύω τὸν Κύριον ὅπως φυλάσσῃ τοὺς Λεωνίδας καὶ χαρίζηται αὐτοῖς τὴν δρόσον τῆς καμίνου τῶν τριῶν παίδων, ἐν τῇ καμίνῳ ἐν ᾗ ἐπέλεξαν εὖ ζῆν. Τὸ πᾶν δὲν ἔγκειται εἰς τὴν πίστιν ἐπὶ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ (τὴν ἀναμφισβήτητον, ἀλλ’ ἐνίοτε, δι’ οὓς γνωρίζει λόγους, καθυστεροῦσαν), δὲν ἔγκειται εἰς τὸ «δυνατὸς ὁ Θεὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς» (Δαν. Γ΄ 17), ἀλλὰ εἰς τὸ «καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν». Εἶναι ἕνα παιχνίδι μὲ τὸ θάνατο, στὸ ὁποῖο εἶναι συνηθισμένοι οἱ ἀκροβάτες.