Viktor Maria.
Ἡ κυρία Χοχλάκοβα κοιτάζοντας ὅλη τή
σκηνή -τόν στάρετς πού κουβέντιαζε μέ τίς
γυναῖκες τοῦ λαοῦ καί τίς εὐλογοῦσε, -
ἔκλαιγε σιγανά καί σκούπιζε τά δάκρυά της
μ᾽ ἕνα μαντηλάκι. Ἦταν μιά εὐαίσθητη κυ- ρία τοῦ κόσμου μέ εἰλικρινά ἀγαθές πα-
ρορμήσεις.
Ὅταν ἐπιτέλους τήν πλησίασε ὁ στάρετς,
αὐτή τόν ὑποδέχθηκε μέ ἐκστατική δια-
χυτικότητα... [...].
Ὤ, μιά καί εἴχατε τήν τόση καλοσύνη νά
μᾶς ἀφήσετε νά σᾶς δοῦμε καί σήμερα,
ἀκοῦστε ὅλα κεῖνα πού δέν σᾶς εἶπα τήν
προηγούμενη φορά, πού δέν τόλμησα νά
σᾶς πῶ καί πού μέ κάνουν νά ὑποφέρω τό- σον καιρό! Ὑποφέρω,συγχωρέστε με,ὅμως
ὑποφέρω...Καί λέγοντάς τα αὐτά ἔσμιξε τά
χέρια της μέ κάποιο φλογερό καί ταραγ- μένο πάθος.
-Ἀπό τί ἀκριβῶς; -Ὑποφέρω... ἀπ᾽ τήν ἀπιστία μου...
-Ἀπιστία στόν Θεό;
-Ὤ, ὄχι, ὄχι αὐτό οὔτε κἄν τολμῶ νά τό
σκεφτῶ, μά ἡ μέλλουσα ζωή εἶναι ἕνα τέ-
τοιο αἴνιγμα! Καί κανένας,μά κανένας, δέν
μπορεῖ νά τό λύσει! Ἀκοῦστε με, σεῖς πού
εἶστε παρηγορητής, σεῖς πού ξέρετε τήν
ἀνθρώπινη ψυχή.Δέν μπορῶ βέβαια νά ᾽χω
τήν ἀπαίτηση νά μέ πιστεύετε ἐντελῶς, μά
σᾶς βεβαίωνω μέ τόν πιό μεγάλο ὅρκο πώς
δέν μιλάω τώρα ἀπό ἐπιπολαιότητα, πώς
τούτη ἡ σκέψη γιά τή μέλλουσα ζωή μέ βα-
σανίζει ὡς τήν ὁδύνη,ὡς τόν τρόμο...Καί
δέν ξέρω σέ ποιόν ν᾽ ἀποτανθῶ, δέν τόλ- μησα σέ ὅλη μου τή ζωή νά τό κάνω... Μά
νά πού πῆρα τό θάρρος ν᾽ ἀποτανθῶ σέ
σᾶς...Ὤ,Θεέ μου,ποιός ξέρει τί σκέφτεστε
τώρα γιά μένα! εἶπε καί χτύπησε μέ ἀπελ-
πισία τά χέρια της.
Μήν ἀνησυχεῖτε γιά τή γνώμη μου,ἀπάν- τησε ὁ στάρετς. Δέν ἔχω καμιάν ἀμφιβο-
λία πώς ἡ θλίψη σας εἶναι εἰλικρινής. -Ὤ,πόσο σᾶς εὐγνωμονῶ! Βλέπετε, νά τί
συμβαίνει: κλείνω τά μάτια καί σκέφτομαι.
Ὅλοι πιστεύουν· ὅμως ἀπό ποῦ πήγασε
τούτη ἡ πίστη;Καί σέ βεβαιώνουν μερικοί
πώς ὅλα αυτά γεννήθηκαν ἀπ᾽ τό φόβο
πού ἔνιωσε ὁ ἄνθρωπος μπροστά στά
τρομαχτικά φαινόμενα τῆς φύσης καί πώς
τίποτ᾽ ἀπ᾽ αὐτά δέν ὑπάρχει. Τό λοιπόν,
σκέφομαι, ὅλη μου τή ζωή πίστευα, θά πε-
θάνω καί ξαφνικά δέ θά ὑπάρξει τίποτα,μο-
νάχα «ἀγριομολόχες στόν τάφο θά φυ-
τρώσουν» ὅπως διάβασα κάπου. Αὐτό
εἶναι τρομερό! Πῶς, πῶς θά ξαναβρῶ τήν
πίστη; Κι ἄλλωστε, πίστευα μονάχα ὅταν
ἤμουν μικρή κι αὐτό μηχανικά, χωρίς νά τό
σκέφτομαι... Πῶς, μέ ποιόν τρόπο μπορεῖ
νά ἀποδειχθεῖ αὐτό; Νά γιατί ἦρθα νά σᾶς
προσκυνήσω καί νά σᾶς ρωτήσω. Γιατί, ἄν
χάσω καί τούτη τήν εὐκαιρία, σίγουρα σ᾽ ὅλη μου τή ζωή δέ θά βρῶ κανέναν πού νά
μπορέσει νά μοῦ ἀπαντήσει. Πῶς νά τ᾽ ἀποδείξει λοιπόν κανείς,πῶς νά πειστεῖ; Ὤ,
δυστυχία μου! Τό ξέρω καί τό βλέπω πώς
κανένας δέν σκοτίζεται τώρα πιά γι᾽ αὐτό
καί μονάχα ἐγώ βασανίζομαι. Αὐτό σέ
σκοτώνει, σέ σκοτώνει! -Καί βέβαια αὐτό σκοτώνει.Μά δέν μπο-
ρεῖ τίποτα ν᾽ ἀποδειχτεῖ.Εἶναι ὅμως δυνατό
νά πειστεῖ κανείς.
-Πῶς; Μέ ποιόν τρόπο;
-Μέ τήν πείρα τῆς ἐνεργοῦ ἀγάπης.
Προσπαθῆστε ν᾽ ἀγαπήσετε τόν πλησίον
σας δραστήρια κι ἀκούραστα. Ὅσο περισ-
σότερο θ᾽ ἀγαπᾶτε, τόσο καί θά πείθεστε
γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν
ἀθανασία τῆς ψυχῆς σας.Κι ἄν φθάσετε ν᾽
ἀπαρνηθεῖτε ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό
σας ἀπό ἀγάπη πρός τόν πλησίον σας, τότε
σίγουρα θά πιστέψετε καί καμιά ἀμφιβο-
λία δέ θά μπορέσει πιά νά εἰσχωρήσει
στήν ψυχή σας. Αὐτό εἶναι δοκιμασμένο,
εἶναι σωστό.
Μέ τήν ἐνεργό ἀγάπη. Μά καί πάλι ἕνα
πρόβλημα καί τί πρόβλημα, τί πρόβλημα!
Γιατί, βλέπετε, νά τί συμβαίνει. Ἀγαπάω
τόσο πολύ τήν ἀνθρωπότητα πού θά πι-
στέψετε τάχα;-καμιά φορά κάνω ὄνειρα νά
τά παρατήσω ὅλα, ὅλα νά τ᾽ ἀφήσω, ὅλα
ὅσα ἔχω,νά ἐγκαταλείψω ἀκόμα καί τή Lise
καί νά πάω νά γίνω ἀδελφή τοῦ ἐλέους.Κλείνω τά μάτια μου, σκέφτομαι κι ὀνει-
ροπολῶ καί τοῦτες τίς στιγμές, νιώθω
μέσα μου μιάν ἀκατανίκητη δύναμη. Κα-
νένα τραῦμα, καμιά πληγή πού πυορροεῖ
δέ θά μποροῦσε νά τρομάξει.Θά ᾽χα τή δύ-
ναμη νά τίς καθαρίζω καί νά τίς ἐπιδένω μέ
τά ἴδια μου τά χέρια, θά καθόμουν τίς νύ- κτες δίπλα στό προσκέφαλο αὐτῶν τῶν δυ-
στυχισμένων καί θά ᾽μουν ἕτοιμη νά φι-
λήσω τοῦτες τίς πληγές...
-Καί μονάχα τό γεγονός πώς ὀνειροπο-
λεῖτε αὐτά κι ὄχι τίποτ᾽ ἄλλο εἶναι καλό καί
εἶναι κάτι κι αὐτό. Ἔτσι κάπου-κάπου θά κά-
νετε καί στ᾽ ἀλήθεια καμιά καλή πράξη.
-Ναί, μά θά μποροῦσα
γιά πολύ καιρό, νά τήν
ὑποφέρω μιά τέτοια ζωή;
συνέχισε ἡ κυρία μέ ζέση
καί μέ κάποιαν ἔξαρση.
Νά τό κυριότερο πρόβλη- μα! Αὐτό εἶναι τό πρό- βλημα πού μέ βασανίζει
περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα.
Κλείνω τά μάτια μου καί
ρωτάω τόν ἑαυτό μου: Θά
μποροῦσες γιά πολύν και-
ρό ν᾽ ἀκολουθήσεις αὐτό
τόν δρόμο;Κι ἄν ὁ ἄρρωστος,πού ἐσύ τοῦ
καθαρίζεις τίς πληγές,δέ σοῦ ἐκφράσει τήν
ἴδια κείνη στιγμή τήν εὐγνωμοσύνη του,μά
ἀπεναντίας ἀρχίσει νά σέ βασανίζει μέ τίς
ἰδιοτροπίες του, χωρίς νά ἐκτιμάει καί χω-
ρίς κἄν νά προσέχει τήν αὐταπάρνησή σου, κι ἄν ἄρχισει νά σέ βρίζει, νά σέ διατάζει μέ
ἀγροίκους τρόπους καί ἴσως-ἴσως νά πα-
ραπονιέται στούς ἀνώτερους πώς δέν κά- νεις καλά τή δουλειά σου (πράμα πού συμ-
βαίνει συχνά μέ ἐκείνους πού ὑποφέρουν
πολύ), τί θά γίνει τότε; Θά συνεχιστεῖ ἡ
ἀγάπη σου ἤ ὄχι; Καί φανταστεῖτε! Ἔφτα-
σα σ᾽ ἕνα συμπέρασμα πού μ᾽ ἔκανε νά
ἀνατριχιάσω: Πῶς δηλαδή ἄν ὑπάρχει κάτι
πού μπορεῖ νά ψυχράνει τήν «ἐνεργό»
μου ἀγάπη πρός τήν ἀνθρωπότητα, αὐτό
εἶναι μονάχα ἡ ἀγνωμοσύνη. Μέ δύο λό- για, θέλω νά δουλέψω μέ πληρωμή, ἔχω τήν
ἀξίωση νά μέ πληρώσουν ἀμέσως,θέλω δη-
λαδή ἐπαίνους κι ἀνταλλάγματα στήν
ἀγάπη μου. Ἀλλιῶς, κανέναν δέν εἶμαι
ἱκανή νἀ ἀγαπήσω!
Βρισκόταν σέ μιά κρίση εἰλικρινέστατου
αὐτομαστιγώματος καί τελειώνοντας κοί- ταξε μέ προκλητική ἀποφασιστικότητα
τόν στάρετς.
-Ὅλ᾽ αὐτά εἶναι ἀκριβῶς ὅμοια μέ κεῖνα
πού μοῦ διηγόταν ἕνας γιατρός ἐδῶ καί
πολλά χρόνια, παρατήρησε ὁ στάρετς.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἡλικιωμένος κι
ἀναντίρρητα εὐφυής. Μίλαγε κι αὐτός τό
ἴδιο εἰλικρινά, ἄν κι ἀστειευόταν, κι ἀστει-
ευόταν πικρά. Ἐγώ, ἔλεγε, ἀγαπάω τήν
ἀνθρωπότητα κι ἀπορῶ κι ὁ ἴδιος μέ τήν
ἑαυτό μου: Ὅσο περισσότε- ρω ἀγαπῶ τήν ἀνθρωπότη-
τα γενικά, τόσο λιγότερο
ἀγαπάω τόν κάθε ἄνθρωπο
χωριστά. Στίς ὀνειροπολή-
σεις μου, ἔλεγε,φτάνω συχνά
νά λαχταράω μέχρι πάθους
νά ἐξυπηρετήσω τήν ἀνθρω-
πότητα καί ἴσως καί στ᾽ ἀλήθεια νά δεχόμουνα νά
σταυρωθῶ γιά τούς ἀνθρώ-
πους, ἄν παρουσιαζόταν
ξαφνικά μιά τέτοια ἀνάγκη.
Κι ὅμως, παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτά δέν μπορῶ οὔτε
δυό μέρες νά ζήσω στό ἴδιο δωμάτιο μ᾽
ἄλλον ἄνθρωπο.Αὐτό τό ξέρω ἀπό πείρα.
Μόλις βρεθεῖ κάποιος κοντά μου, νιώθω
πώς μοῦ πληγώνει τήν ἀτομικότητά μου καί
μοῦ περιορίζει τήν ἐλευθερία μου.Μπορῶ
μέσα σ᾽ ἕνα εἰκοσιτετράωρο νά μισήσω τόν
πιό καλό ἄνθρωπο. Ἄλλον γιατί τρώει
ἀργά, ἄλλον γιατί ἔχει συνάχι καί σκουπί-
ζει συνεχῶς τή μύτη του μέ τό μαντήλι. Γί- νομαι, ἔλεγε, ἐχθρός τῶν ἀνθρώπων μόλις
οἱ σχέσεις μας γίνουν στενότερες. Μά γι᾽
αὐτό, ὅσο περισσότερο μισοῦσα ὁρισμέ-
νους ἀνθρώπους προσωπικά, τόσο πιό
φλογερά ἀγαποῦσα τήν ἀνθρωπότητα στό
σύνολό της.
Φ.Ντοστογιέφσκι,Ἀδελφοί Καραμαζώφ,
ἐκδόσεις Γκοβόστη, Ἀθήνα 1990, τ.Α΄
Ἡ κυρία Χοχλάκοβα κοιτάζοντας ὅλη τή
σκηνή -τόν στάρετς πού κουβέντιαζε μέ τίς
γυναῖκες τοῦ λαοῦ καί τίς εὐλογοῦσε, -
ἔκλαιγε σιγανά καί σκούπιζε τά δάκρυά της
μ᾽ ἕνα μαντηλάκι. Ἦταν μιά εὐαίσθητη κυ- ρία τοῦ κόσμου μέ εἰλικρινά ἀγαθές πα-
ρορμήσεις.
Ὅταν ἐπιτέλους τήν πλησίασε ὁ στάρετς,
αὐτή τόν ὑποδέχθηκε μέ ἐκστατική δια-
χυτικότητα... [...].
Ὤ, μιά καί εἴχατε τήν τόση καλοσύνη νά
μᾶς ἀφήσετε νά σᾶς δοῦμε καί σήμερα,
ἀκοῦστε ὅλα κεῖνα πού δέν σᾶς εἶπα τήν
προηγούμενη φορά, πού δέν τόλμησα νά
σᾶς πῶ καί πού μέ κάνουν νά ὑποφέρω τό- σον καιρό! Ὑποφέρω,συγχωρέστε με,ὅμως
ὑποφέρω...Καί λέγοντάς τα αὐτά ἔσμιξε τά
χέρια της μέ κάποιο φλογερό καί ταραγ- μένο πάθος.
-Ἀπό τί ἀκριβῶς; -Ὑποφέρω... ἀπ᾽ τήν ἀπιστία μου...
-Ἀπιστία στόν Θεό;
-Ὤ, ὄχι, ὄχι αὐτό οὔτε κἄν τολμῶ νά τό
σκεφτῶ, μά ἡ μέλλουσα ζωή εἶναι ἕνα τέ-
τοιο αἴνιγμα! Καί κανένας,μά κανένας, δέν
μπορεῖ νά τό λύσει! Ἀκοῦστε με, σεῖς πού
εἶστε παρηγορητής, σεῖς πού ξέρετε τήν
ἀνθρώπινη ψυχή.Δέν μπορῶ βέβαια νά ᾽χω
τήν ἀπαίτηση νά μέ πιστεύετε ἐντελῶς, μά
σᾶς βεβαίωνω μέ τόν πιό μεγάλο ὅρκο πώς
δέν μιλάω τώρα ἀπό ἐπιπολαιότητα, πώς
τούτη ἡ σκέψη γιά τή μέλλουσα ζωή μέ βα-
σανίζει ὡς τήν ὁδύνη,ὡς τόν τρόμο...Καί
δέν ξέρω σέ ποιόν ν᾽ ἀποτανθῶ, δέν τόλ- μησα σέ ὅλη μου τή ζωή νά τό κάνω... Μά
νά πού πῆρα τό θάρρος ν᾽ ἀποτανθῶ σέ
σᾶς...Ὤ,Θεέ μου,ποιός ξέρει τί σκέφτεστε
τώρα γιά μένα! εἶπε καί χτύπησε μέ ἀπελ-
πισία τά χέρια της.
Μήν ἀνησυχεῖτε γιά τή γνώμη μου,ἀπάν- τησε ὁ στάρετς. Δέν ἔχω καμιάν ἀμφιβο-
λία πώς ἡ θλίψη σας εἶναι εἰλικρινής. -Ὤ,πόσο σᾶς εὐγνωμονῶ! Βλέπετε, νά τί
συμβαίνει: κλείνω τά μάτια καί σκέφτομαι.
Ὅλοι πιστεύουν· ὅμως ἀπό ποῦ πήγασε
τούτη ἡ πίστη;Καί σέ βεβαιώνουν μερικοί
πώς ὅλα αυτά γεννήθηκαν ἀπ᾽ τό φόβο
πού ἔνιωσε ὁ ἄνθρωπος μπροστά στά
τρομαχτικά φαινόμενα τῆς φύσης καί πώς
τίποτ᾽ ἀπ᾽ αὐτά δέν ὑπάρχει. Τό λοιπόν,
σκέφομαι, ὅλη μου τή ζωή πίστευα, θά πε-
θάνω καί ξαφνικά δέ θά ὑπάρξει τίποτα,μο-
νάχα «ἀγριομολόχες στόν τάφο θά φυ-
τρώσουν» ὅπως διάβασα κάπου. Αὐτό
εἶναι τρομερό! Πῶς, πῶς θά ξαναβρῶ τήν
πίστη; Κι ἄλλωστε, πίστευα μονάχα ὅταν
ἤμουν μικρή κι αὐτό μηχανικά, χωρίς νά τό
σκέφτομαι... Πῶς, μέ ποιόν τρόπο μπορεῖ
νά ἀποδειχθεῖ αὐτό; Νά γιατί ἦρθα νά σᾶς
προσκυνήσω καί νά σᾶς ρωτήσω. Γιατί, ἄν
χάσω καί τούτη τήν εὐκαιρία, σίγουρα σ᾽ ὅλη μου τή ζωή δέ θά βρῶ κανέναν πού νά
μπορέσει νά μοῦ ἀπαντήσει. Πῶς νά τ᾽ ἀποδείξει λοιπόν κανείς,πῶς νά πειστεῖ; Ὤ,
δυστυχία μου! Τό ξέρω καί τό βλέπω πώς
κανένας δέν σκοτίζεται τώρα πιά γι᾽ αὐτό
καί μονάχα ἐγώ βασανίζομαι. Αὐτό σέ
σκοτώνει, σέ σκοτώνει! -Καί βέβαια αὐτό σκοτώνει.Μά δέν μπο-
ρεῖ τίποτα ν᾽ ἀποδειχτεῖ.Εἶναι ὅμως δυνατό
νά πειστεῖ κανείς.
-Πῶς; Μέ ποιόν τρόπο;
-Μέ τήν πείρα τῆς ἐνεργοῦ ἀγάπης.
Προσπαθῆστε ν᾽ ἀγαπήσετε τόν πλησίον
σας δραστήρια κι ἀκούραστα. Ὅσο περισ-
σότερο θ᾽ ἀγαπᾶτε, τόσο καί θά πείθεστε
γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν
ἀθανασία τῆς ψυχῆς σας.Κι ἄν φθάσετε ν᾽
ἀπαρνηθεῖτε ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό
σας ἀπό ἀγάπη πρός τόν πλησίον σας, τότε
σίγουρα θά πιστέψετε καί καμιά ἀμφιβο-
λία δέ θά μπορέσει πιά νά εἰσχωρήσει
στήν ψυχή σας. Αὐτό εἶναι δοκιμασμένο,
εἶναι σωστό.
Μέ τήν ἐνεργό ἀγάπη. Μά καί πάλι ἕνα
πρόβλημα καί τί πρόβλημα, τί πρόβλημα!
Γιατί, βλέπετε, νά τί συμβαίνει. Ἀγαπάω
τόσο πολύ τήν ἀνθρωπότητα πού θά πι-
στέψετε τάχα;-καμιά φορά κάνω ὄνειρα νά
τά παρατήσω ὅλα, ὅλα νά τ᾽ ἀφήσω, ὅλα
ὅσα ἔχω,νά ἐγκαταλείψω ἀκόμα καί τή Lise
καί νά πάω νά γίνω ἀδελφή τοῦ ἐλέους.Κλείνω τά μάτια μου, σκέφτομαι κι ὀνει-
ροπολῶ καί τοῦτες τίς στιγμές, νιώθω
μέσα μου μιάν ἀκατανίκητη δύναμη. Κα-
νένα τραῦμα, καμιά πληγή πού πυορροεῖ
δέ θά μποροῦσε νά τρομάξει.Θά ᾽χα τή δύ-
ναμη νά τίς καθαρίζω καί νά τίς ἐπιδένω μέ
τά ἴδια μου τά χέρια, θά καθόμουν τίς νύ- κτες δίπλα στό προσκέφαλο αὐτῶν τῶν δυ-
στυχισμένων καί θά ᾽μουν ἕτοιμη νά φι-
λήσω τοῦτες τίς πληγές...
-Καί μονάχα τό γεγονός πώς ὀνειροπο-
λεῖτε αὐτά κι ὄχι τίποτ᾽ ἄλλο εἶναι καλό καί
εἶναι κάτι κι αὐτό. Ἔτσι κάπου-κάπου θά κά-
νετε καί στ᾽ ἀλήθεια καμιά καλή πράξη.
-Ναί, μά θά μποροῦσα
γιά πολύ καιρό, νά τήν
ὑποφέρω μιά τέτοια ζωή;
συνέχισε ἡ κυρία μέ ζέση
καί μέ κάποιαν ἔξαρση.
Νά τό κυριότερο πρόβλη- μα! Αὐτό εἶναι τό πρό- βλημα πού μέ βασανίζει
περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα.
Κλείνω τά μάτια μου καί
ρωτάω τόν ἑαυτό μου: Θά
μποροῦσες γιά πολύν και-
ρό ν᾽ ἀκολουθήσεις αὐτό
τόν δρόμο;Κι ἄν ὁ ἄρρωστος,πού ἐσύ τοῦ
καθαρίζεις τίς πληγές,δέ σοῦ ἐκφράσει τήν
ἴδια κείνη στιγμή τήν εὐγνωμοσύνη του,μά
ἀπεναντίας ἀρχίσει νά σέ βασανίζει μέ τίς
ἰδιοτροπίες του, χωρίς νά ἐκτιμάει καί χω-
ρίς κἄν νά προσέχει τήν αὐταπάρνησή σου, κι ἄν ἄρχισει νά σέ βρίζει, νά σέ διατάζει μέ
ἀγροίκους τρόπους καί ἴσως-ἴσως νά πα-
ραπονιέται στούς ἀνώτερους πώς δέν κά- νεις καλά τή δουλειά σου (πράμα πού συμ-
βαίνει συχνά μέ ἐκείνους πού ὑποφέρουν
πολύ), τί θά γίνει τότε; Θά συνεχιστεῖ ἡ
ἀγάπη σου ἤ ὄχι; Καί φανταστεῖτε! Ἔφτα-
σα σ᾽ ἕνα συμπέρασμα πού μ᾽ ἔκανε νά
ἀνατριχιάσω: Πῶς δηλαδή ἄν ὑπάρχει κάτι
πού μπορεῖ νά ψυχράνει τήν «ἐνεργό»
μου ἀγάπη πρός τήν ἀνθρωπότητα, αὐτό
εἶναι μονάχα ἡ ἀγνωμοσύνη. Μέ δύο λό- για, θέλω νά δουλέψω μέ πληρωμή, ἔχω τήν
ἀξίωση νά μέ πληρώσουν ἀμέσως,θέλω δη-
λαδή ἐπαίνους κι ἀνταλλάγματα στήν
ἀγάπη μου. Ἀλλιῶς, κανέναν δέν εἶμαι
ἱκανή νἀ ἀγαπήσω!
Βρισκόταν σέ μιά κρίση εἰλικρινέστατου
αὐτομαστιγώματος καί τελειώνοντας κοί- ταξε μέ προκλητική ἀποφασιστικότητα
τόν στάρετς.
-Ὅλ᾽ αὐτά εἶναι ἀκριβῶς ὅμοια μέ κεῖνα
πού μοῦ διηγόταν ἕνας γιατρός ἐδῶ καί
πολλά χρόνια, παρατήρησε ὁ στάρετς.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἡλικιωμένος κι
ἀναντίρρητα εὐφυής. Μίλαγε κι αὐτός τό
ἴδιο εἰλικρινά, ἄν κι ἀστειευόταν, κι ἀστει-
ευόταν πικρά. Ἐγώ, ἔλεγε, ἀγαπάω τήν
ἀνθρωπότητα κι ἀπορῶ κι ὁ ἴδιος μέ τήν
ἑαυτό μου: Ὅσο περισσότε- ρω ἀγαπῶ τήν ἀνθρωπότη-
τα γενικά, τόσο λιγότερο
ἀγαπάω τόν κάθε ἄνθρωπο
χωριστά. Στίς ὀνειροπολή-
σεις μου, ἔλεγε,φτάνω συχνά
νά λαχταράω μέχρι πάθους
νά ἐξυπηρετήσω τήν ἀνθρω-
πότητα καί ἴσως καί στ᾽ ἀλήθεια νά δεχόμουνα νά
σταυρωθῶ γιά τούς ἀνθρώ-
πους, ἄν παρουσιαζόταν
ξαφνικά μιά τέτοια ἀνάγκη.
Κι ὅμως, παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτά δέν μπορῶ οὔτε
δυό μέρες νά ζήσω στό ἴδιο δωμάτιο μ᾽
ἄλλον ἄνθρωπο.Αὐτό τό ξέρω ἀπό πείρα.
Μόλις βρεθεῖ κάποιος κοντά μου, νιώθω
πώς μοῦ πληγώνει τήν ἀτομικότητά μου καί
μοῦ περιορίζει τήν ἐλευθερία μου.Μπορῶ
μέσα σ᾽ ἕνα εἰκοσιτετράωρο νά μισήσω τόν
πιό καλό ἄνθρωπο. Ἄλλον γιατί τρώει
ἀργά, ἄλλον γιατί ἔχει συνάχι καί σκουπί-
ζει συνεχῶς τή μύτη του μέ τό μαντήλι. Γί- νομαι, ἔλεγε, ἐχθρός τῶν ἀνθρώπων μόλις
οἱ σχέσεις μας γίνουν στενότερες. Μά γι᾽
αὐτό, ὅσο περισσότερο μισοῦσα ὁρισμέ-
νους ἀνθρώπους προσωπικά, τόσο πιό
φλογερά ἀγαποῦσα τήν ἀνθρωπότητα στό
σύνολό της.
Φ.Ντοστογιέφσκι,Ἀδελφοί Καραμαζώφ,
ἐκδόσεις Γκοβόστη, Ἀθήνα 1990, τ.Α΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο θα διαγράφονται.