Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Περί ενανθρωπίσεως.....του Αγίου Αθανασίου.....

Viktor Maria

Απόσπασμα από το έργο του Μ. Αθανασίου
ΠΕΡΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ
Μετάφραση  υπό του καθηγητού
 Στεργίου Ν. Σάκκου



ΠΕΡΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ
11. Ό παντοκράτωρ Θεός, όταν εδημιούργει διά του Λόγου του το γένος των ανθρώπων, έγνώρισε και την αδυναμία της φύσεως των και ότι αυτή δεν θα ήτο ικανή μόνη της να γνωρίση τον δημιουργό, ούτε καν να λάβη έννοιαν Θεού. Διότι αυτός μεν ήτο άκτιστος, αυτοί δε πλάσματα εκ του μηδενός, αυτός μεν ήτο ασώματος, οι δε άνθρωποι ολίσθησαν με σώμα κάπου εδώ κάτω, και γενικώς μεγάλαι είνε αι ελλείψεις των πλασμάτων, διά να γνωρίσουν και να κατανοήσουν τον πλάστην των. Και πάλιν ως αγαθός Θεός εΰσπλαγχνίσθη το άνθρώπινον γένος και δεν το αφήκε μακριά από την γνώσιν του, διά να μη έχει άχρηστον ζωήν. Άλλά ποία ή ωφέλεια των δημιουργημάτων, όταν δεν γνωρίζουν τον δημιουργό των; '
Ή πώς θα ήσαν λογικά, όταν δεν θα γνωρίζον τον Λόγον του Πατρός, διά του οποίου εδημιουργήθησαν; Καθόλου μα καθόλου δεν επρόκειτο να διαφέρουν από τα άλογα, εάν δεν άνεγνώριζον τίποτε περισσότερον από τα επίγεια.
Διότι και ό Θεός έκανε αυτούς, από τούς όποιους δεν ήθελε να γνωρίζεται; Διά να μη συμβή λοιπόν αυτό, ό αγαθός μετέδωκεν εις αυτούς εκ της ιδίας εικόνος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ποιεί αυτούς κατ' εικόνα του και καθ' όμοίωσιν, * του χαρίσματος αυτού, αφοί αντιληφθούν την εικόνα, ασφαλώς τον Λόγον του Πατρός, να δυνηθούν οι' αυτού να λάβουν έννοια του Πατρός, και γνωρίζοντας τον οη-> των να ζουν την όντως εύτυχισμένην και μακαρίαν ζωήν.
Αλ’ οι άνθρωποι πάλιν παρεφρόνησαν και παρημέλησαν την χάριν  που τους εδόθη μ' αυτόν τον τρόπον, και τόσον πολύ απεστράφησαν τον Θεόν και τόσον πολύ έθόλωσαν την ψυχήν των, ώστε όχι μόνον έλησμόνησαν την όρθήν άντίληψιν περί Θεού, άλλα και άλλα άντ' άλλων έπενόησαν εις τους έαυτούς των. Διότι και τα είδωλα κατεσκεύασαν διά τους εαυτούς των αντί  της αληθείας, και προετίμησαν τα ανύπαρκτα από τον πραγματικόν Θεόν, και έλάτρευσαν «τη κτίσει παρά τόν κτίσαντα:» ('Ρω 1, 25), και το χειρότερον άπ' όλα είνε, ότι την τιμήν που ανήκει εις τον Θεόν την απέδωκαν και εις ξύλα και εις λίθους και εις κάθε ύλην, και εις ανθρώπους, και ακόμη περισσότερον από  αυτά έκαναν, όπως ελέχθη εις τα προηγούμενα. Και τόσο πολύ ήσέβησαν, ώστε εις το έξης και τούς δαίμονας ελάτρευον και τούς άνεκήρυττον θεούς, ικανοποιούντες τας έπιθυμίας των. Κα! έθυσίαζον άλογα ζώα και έσφαζον ακόμη και ανθρώπους, όπως ελέχθη προηγουμένως, κατά την λατρείαν των θεών  εκείνων, και έτσι ύπεδουλώνοντο ακόμη περισσότερον εις  την άκόλαστον μανίαν εκείνων. Διά τούτο λοιπόν έδιδάσκοντο από αυτούς τας μαγείας και τα κατά τόπους μαντεία επλάνευον τούς ανθρώπους και όλοι άπέδιδον τα αίτια της γεννήσεως και υπάρξεως των εις τα άστρα και εις όλα τα ουράνια σώματα και δεν έσκέπτοντο τίποτε περισσότερον από όσα έβλε-πον. Και  γενικώς όλα ήσαν γεμάτα από άσέβειαν και παρανομίαν και μόνον ό Θεός και ό Λόγος αυτού δεν άνεγνωρίζοντο, αν και δεν άπέκρυψεν εις την άφάνειαν τον εαυτόν του από τούς ανθρώπους, ούτε έδωκεν εις αυτούς άμυδράν γνώσιν περί του εαυτού του, αλλά με πολλούς και διάφορους τρόπους την έξηγησεν εις αυτούς.
12 Το χάρισμα του «κατ' εικόνα» ήτο μόνον του αρκετόν, διά να γνωρίζη ό άνθρωπος τον θεόν Λόγον και οι' αύτοϋ τον Πατέρα. Επειδή όμως ό Θεός έγνώριζε την αδυναμία των ανθρώπων επρονόησε και περί της αμελείας αυτών, ώστε, εάν αμελούσαν να γνωρίσουν μόνοι των τον Θεόν, να δύνανται διά της κτίσεως να μη αγνοούν τον δημιουργό. Επειδή όμως η άμέλεια των ανθρώπων επεκτείνεται ολίγον κατ' ολίγον εις τα χειρότερα, και πάλιν ό Θεός έπρονόησε δι' αυτήν την αδυναμιαν των, και έστειλε τον νόμον και τους προφήτας, ο οποίοι ήσαν γνώριμοι εις αυτούς, ώστε και εάν διστάσουν να σηκώσουν το βλέμμα των εις τον ουρανό, διά να αναγνωρίσουν τον ποιητήν, να έχουν την διδασκαλία εκ των πλησίον. διότι οι άνθρωποι δύνανται από τους συνανθρώπους των να μάθουν διά τα ανώτερα πράγματα.
Ήτο δυνατόν να σηκώσουν αυτοί το βλέμμα εις το μεγαλείον του ουρανού και, αφού κατανοήσουν την αρμονία της κτίσεως, να γνωρίσουν τον ηγεμόνα αυτής τον Λόγον του Πατρός ο Οποίος διά  της προνοίας του περί όλων γνωρίζει εις όλους τον Πατέρα. Και διά τούτο κινεί τα πάντα, διά να γνωρίσουν  όλοι τον Θεόν δι' αυτοΰ. Ή εάν και τούτο ήτο κουραστικόν, ηδύναντο να συναναστρέφωνται με τους αγίους και με την βοήθειαν αυτών να γνωρίσουν τον δημιουργόν των πάντων Θεόν, τον Πατέρα του Χριστού, και ακόμη ότι ή θρησκεία των εθνών είνε αθεΐα και γεμάτη άσέβειαν. Ητο επίσης δυνατόν εις αυτούς να είχον γνωρίσει τον νόμον και να παύσουν να κάνουν κάθε παρανομίαν, και να ζήσουν βίον ενάρετον. Διότι δεν ήτο μόνον διά τούς Ιουδαίους ό νόμος, ούτε οι' αυτούς μόνον εστέλλοντο οι προφήται (άλλ' έστέλλοντο προς τούς Ιουδαίους και εδιώκοντο από τους Ιουδαίους)• ήσαν όμως ιερόν διδασκαλείον, διά να γνωρίση όλη ή οικουμένη τον Θεόν. τόσον μεγάλη ήτο ή άγαθότης και ή φιλανθρωπία του Θεού,έν τούτοις οι άνθρωποι, επειδή ένικήθησαν από τας προσκαίρους απολαύσεις και τας σατανικός φαντασίας και απάτας, δεν παρεδεχθησαν την άλήθειαν, άλλ' έγέμισαν τούς εαυτούς των με περισσότερα κακά και αμαρτήματα, ώστε να μη φαίνονται πλέον λογικοί, άλλ' εκ της συμπεριφοράς των να θεωρούνται  ανόητοι.
13. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι έχασαν το λογικόν των και η δαιμονική   πλάνη έπεσκίαζε τα πάντα, και απέκρυπτε περί του αληθινού Θεού. Τί έπρεπε νά κάνη ό Θεός; Να σιωπά διά τόσο μεγάλη πλάνην και νά άφήνη τους ανθρώπους  νά πλανώνται ύπό των δαιμόνων και νά μη γνωρίζουν τον Θεόν; Και διά ποίον λόγον εδημιουργήθη εξ αρχής ο άνθρωπος κατ' εικόνα Θεού; 'Ήτο προτιμότερον νά δημιουργηθεί απλώς ως άλογον όν, παρά, αφού εδημιουργήθη ως λογικόν να ζει την ζωήν των άλογων. Και ποία τέλος πάντων ανάγκη υπήρχεν  εξ αρχής νά λάβη εννοιάν περί Θεού, εφόσον μάλιστα ούτε τώρα είνε άξιος νά λάβη εννοιάν περί Θεού; Δεν έπρεπε νά του δοθή ούτε εξ αρχής. Και ποίον θα ήτο το όφελος ή δόξα διά τον ποιητήν Θεόν , έφ' όσον δεν τον προσκυνούν οι άνθρωποι που αυτός εδημιούργησεν, αλλά νομίζουν ότι άλλοι είνε οι δημιουργοί των; Διότι εμφανίζεται ό Θεός νά τους έχη δημιουργήσει οι’ άλλους και όχι διά τον εαυτόν του. Εξ άλλου, όταν ένας άνθρωπος είνε βασιλεύς, δεν αφήνει τας χώρας που κατέκτησεν ελευθέρας νά δουλεύουν εις άλλους, ούτε νά καταφεύγουν εις άλλους, αλλά οι' έγγραφων τους υπενθυμίζει, πολλάκις οε και διά φίλων στέλλει έπιστολάς εις αυτάς, και ακόμη, εάν παραστεί ανάγκη, ό ίδιος πηγαίνει και τούς κάνει νά συσταλούν από την παρουσίαν του, ώστε νά μη υπηρετούν άλλους και μένει ανεκτέλεστον το ιδικόν του έργον. Δεν θά λυπηθή ό Θεός πολύ περισσότερον τα πλάσματα του, ώστε νά μη άποπλανηθού μακράν αυτού και νά μη υπηρετούν εις τα ανύπαρκτα, αφού μάλιστα αυτή ή πλάνη γίνεται ή αιτία άπωλείας και άφανισμού των; "Απαξ και έγιναν μέτοχα της εικόνος του Θεοΰ,δεν έπρεπε νά χαθούν.
Τι έπρεπε λοιπόν νά κάνη ό Θεός; "Η τί άλλο έπρεπε νά γίνη παρά νά ανανεωθεί  το «κατ' εικόνα», ώστε οι' αυτού νά δυνηθούν  οι άνθρωποι πάλιν νά τον γνωρίσουν; Καί πώς άλλως θά ηδύνατο νά γίνη αυτό παρά διά της προσελεύσεως αυτής της ιδίας της εικόνος του Θεού, δηλαδή τού Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού; Οι' ανθρώπων μεν δεν ήτο δυνατόν, επειδή αυτοί επειδή αυτοί είχον δημιουργηθεί «κατ’ εικόνα»' άλλ' ούτε δι'αγγέλων, διότι αυτοί δεν είνε εικόνες. Διά τούτο ό Λόγος του Θεού ενηνθρώπησε, διά νά επιτύχη νά άναδημιουργήση τον «κατ' εικόνα» άνθρωπον, αυτός ό όποιος ήτο είκών του Πατρός. Και δεν ήτο δυνατόν νά γίνη αλλιώς, αν δεν έξηφανίζετο ό θάνατος και ή φθορά. Διά τούτο ευλόγως έλαβε θνητόν σώμα, διά να είνε δυνατόν και ό Θάνατος νά έξαφανισθή εις αυτόν και οι «κατ' εικόνα» άνθρωποι νά ανακαινισθούν πάλιν. Δι] αυτήν λοιπόν την ανάγκην δεν έχρειάζετο τίποτε άλλο, παρά ή εικών του Πατρός.
14. Υποθέσατε ότι μία μορφή, πού έπροσωπογραφήθη επί σανίδος, εξηφανίσθη, διότι έπεκάθισαν εις την επιφάνειαν της ακαθαρσία· εις την περίπτωσιν αυτήν πρέπει νά ελθη πάλιν εκείνος του οποίου εϊνε ή μορφή, διά νά καταστή δυνατόν νά άνακαινισθή ή προσωπογραφία έπη του αυτού φόντου- (διότι δεν πετάζεται το φόντο επί του οποίου έζωγραφήθη, ακριβώς επειδή είνε προσωπογραφία εκείνου, αλλά ξαναζωγραφεϊται  επ’ αυτού του).Διά τον ίδιον λόγον και ο  πανάγιος Λόγος του Πατρός, ήλθεν εις την γην μας διά νά ανακαίνιση τον άνθρωπον πού έχει οημιουργηθή κατ' εικόνα του, και νά άνευρη το άπολωλός διά της αφέσεως των αμαρτιών, όπως και ό ίδιος λέγει εις τα Ευαγγέλια· «ΉλΘον το άπολόμενον εύρεΐν και σώσαι» (Λκ 19, 10). Διά τούτο και προς τούς Ιουδαίους ελεγεν «Έάν μη τις άναγεννηθή» (Ίω 3,5), έννοών όχι την γέννησιν εκ γυναικών, όπως ένόμιζον εκείνοι, άλλά δηλών την άναγεννωμένην και άναδη-μιουργημένην ψυχήν εις το «κατ' εικόνα». Επειδή δε και ειδωλομανία και αθεΐα έξουσίαζον την οικουμένην, και είχε χαθή ή ορθή άντίληψις περί θεού, ποιος ηδύνατο νά διδάξη την οικουμένην περί του Πατρός;
Μήπως θά έλεγε κανείς ότι ο άνθρωπος; Αλλά δεν ήτο δυνατόν εις ανθρώπους νά διασχίσουν απαρατήρητοι όλον την ύφή-λιον, ούτε εκ φύσεως νά έχουν τόσον μεγάλην δύναμιν διά νά τρέχουν, ούτε δύνανται νά γίνουν πιστευτοί ότι διάθέτουν δυνάμεις διά το έργον αυτό, ούτε μόνοι τους είνε ικανοί νά αντισταθούν προς την άπάτην και την πλάνην των δαιμόνων. Διότι αφού όλοι έχουν πληγωθή εις την ψυχήν και άναστατωθή εις τον νουν από την δαιμονικήν άπάτην και την ματαιότητα των ειδώλων, πώς θά ήτο δυνατόν νά μεταπείσουν την ψυχήν και τον νουν των ανθρώπων εις θέματα, τα όποια ούτε αυτοί δύνανται νά ιδούν; Και πώς δύναται κανείς νά εκπαιδεύση και τούς άλλους εις κάτι το όποιον και ό ίδιος δεν βλέπει; Άλλ' ϊσως θά ήδύνατο νά είπή κανείς ότι ήτο αρκετή ή κτίσις. Άλλ' εάν ήτο αρκετή ή κτίσις, δεν θά εϊχον συμβή τόσον μεγάλα κακά. Διότι υπήρχε και ή κτίσις άλλά και πάλιν οι άνθρωποι έκυλίοντο όχι όλιγώτερον εις την πλάνην περί του Θεού.
Ποιος άλλος λοιπόν ήτο αναγκαίος, παρά ό Λόγος του Θεού ό όποιος βλέπει και τον νουν και την ψυχήν, ό όποιος και κινεί τα πάντα εις την κτίσιν, και δι' αυτών κάνει γνωστόν τον Πατέρα; Διότι αυτός ό όποιος με την ιδικήν του πρόνοιαν και διάρρύθμισιν όλων διδάσκει περί του Πατρός, αυτός ήδύνατο και νά ανανέωση την διδασκαλίαν. Πώς λοιπόν θά έγίνετο αυτό; "Ισως θά έλεγε κανείς, ότι ήτο δυνατόν νά γίνη το ίδιον, δηλαδή διά των έργων της κτίσεως νά φανέρωση πάλιν τα περί αυτού. Άλλ' αυτό δεν ήτο πλέον ασφαλές. "Οπωσδήποτε όχι- διότι αυτό προηγουμένως το περιεφρόνησαν ο! άνθρωποι και εϊχον πλέον τούς οφθαλμούς των έστραμμένους όχι προς τα άνω αλλά προς τα κάτω. Διά τούτο ευλόγως, θέλων νά ώφελήση τούς ανθρώπους, έρχεται ως άνθρωπος και λαμβάνει σώμα όμοιον με εκείνους εκ των κάτω, ώστε όσοι δεν ηθέλησαν νά τον αναγνωρίσουν εκ της προνοίας και της ηγεμονίας του εις το σύμπαν, έστω και διά των έργων αυτού του σώματος νά γνωρίσουν τον υπάρχοντα Λόγον του Θεού πού εύρίσκετο εις το σώμα και δι' αυτού νά γνωρίσουν τον Πατέρα.
15. Όπως λοιπόν ό καλός διδάσκαλος πού φροντίζει διά τούς μαθητάς του, εκείνους πού δεν δύνανται νά καταλάβουν τα πολύ μεγάλα, τούς εκπαιδεύει με συγκατάβασιν έστω και διά των απλούστερων, τοιουτοτρόπως και ό Λόγος του θεού, όπως και ό Παύλος λέγει, «επειδή εν τη σοφία τού θεού ουκ έγνω ό κόσμος διά της σοφίας τον Θεόν, εύδόκησεν ό Θεός διά της μωρίας τού κηρύγματος σώσαι τούς πιστεύοντας» (Α' Κο 1, 21). Επειδή οι άνθρωποι, αφού άπεμακρύνθησαν από την όρθήν άντίληψιν περί Θεού και εΐχον έστραμμένα προς τα κάτω τα μάτια, σαν νά εΐχον βυθισθή εις βυθόν, άνεζήτουν τον Θεόν εις την δημιουργίαν και τα αισθητά, κατε-σκεύασαν ως θεούς των ανθρώπους θνητούς και δαίμονας· διά τούτο ό φιλάνθρωπος και κοινός Σωτήρ όλων, ό Λόγος τού Θεού, λαμβάνει διά τον εαυτόν του σώμα, και με τούς ανθρώπους ως άνθρωπος συναναστρέφεται και βοηθεϊ τας αισθήσεις όλων. "Έτσι και εκείνοι πού σκέπτονται ότι ό Θεός είνε σωματικός, διά των έργων τα οποία ό Κύριος κάνει με το σώμα, δι' αυτών νά εννοήσουν την άλήθειαν και δι' αύτοΰ νά σκεφθούν τον Πατέρα. Επειδή δε ήσαν άνθρωποι και έβλεπον τα πάντα ως άνθρωποι, όσα και αν ύπέπιπτον εις τας αισθήσεις των, έβλεπον νά βοηθούνται διά των αισθήσεων, ώστε με όλα νά διδά-σκωνται την άλήθειαν. Είτε έλάτρευον με φόβον την κτίσιν, όμως την έβλεπον νά ομολογή Κύριον τον Χριστόν. Εϊτε ήτο ή διάνοιά των προκατειλημμένη από ανθρώπους, ώστε νά τούς θεωρή θεούς, από τα έργα όμως τού Σωτήρος, πού ήσαν μοναδικά συγκρινόμενα προς πάντα, άπεδεικνύετο μεταξύ των ανθρώπων ό Σωτήρ μόνον Υιός Θεού, διότι οι άνθρωποι δεν έκαναν τόσον σπουδαία έργα, σαν αυτά τα οποία έκανεν ό Λόγος του Θεού. "Αν και ήσαν προκατειλημμένοι και με τούς δαίμονας, βλέποντες όμως νά διώκωνται αυτοί υπό του Κυρίου, άντελαμβάνοντο ότι μόνον αυτός είνε ό Λόγος του Θεού και ότι οι δαίμονες δεν είνε θεοί. "Αν και είχε κυριευθή ό νους των από νεκρούς, ώστε νά λατρεύουν τούς ήρωας και τούς θεούς πού αναφέρουν οι ποιηταί, βλέποντες την άνάστασιν του Σωτήρος, ώμολόγουν ότι εκείνοι είνε ψευδείς και μόνον ό Κύριος είνε αληθινός, ό Λόγος του Πατρός ό όποιος κυριαρχεί και επί του θανάτου.
Διά τούτο και έγεννήθη και ως άνθρωπος έζησε και απέθανε και ανέστη. Με τα ιδικά του έργα έξησθένισε και έπεσκίασε τα άπ' αιώνος έργα όλων των ανθρώπων πού έζησαν, ώστε όπου έχουν περιπέσει οι άνθρωποι νά τούς σηκώση από εκεί, και νά διδάξη τον άληθινόν Πατέρα αυτού, όπως και ό ίδιος λέγει- «Ηλθον σώσαι και εύρεϊν το άπολωλός» (Λκ 19, 10).
16. "Απαξ και κατέπεσεν ή διάνοιά τού άνθρωπου εις τα αισθητά, έπεφορτίσθη ό Λόγος νά έμφανισθή με σώμα διά νά φορτωθή ως άνθρωπος τούς ανθρώπους και προσέλκυση προς τον εαυτόν του τας αισθήσεις των και εις το εξής νά τον βλέπουν εκείνοι ως άνθρωπον, νά βλέπουν και τα έργα του και νά πείθωνται, ότι δεν είνε μόνον άνθρωπος αλλά και Θεός και Λόγος και Σοφία του αληθινού Θεού. Τούτο δε θέλοντας νά αποκάλυψη και ό Παύλος λέγει- «Εν αγάπη έρριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι, ίνα έξισχύσητε καταλαβέσθαι σύν πάσι τοις άγίοις, τί το πλάτος καί μήκος καί ύψος καί βάθος, γνώναι τε την ύπερβάλλουσαν της γνώσεως άγάπην του Χριστού, ίνα πληρωθήτε εις πάν τό πλήρωμα του Θεού» (Έφ 3, 18-19). '0 Λόγος είνε έξηπλωμένος παντού και άνω και κάτω και εις τα βάθη και εις τα πλάτη- άνω μεν είνε εις την δημιουργίαν, κάτω δε με την ένανθρώπησίν του, και εις τα βάθη εις τον άδην, επίσης εις τα πλάτη εις τον κόσμον. "Ολα είνε γεμάτα από την γνώσιν του Θεού. Διά τούτο δεν έπετέλεσε την θυσίαν ευθύς μόλις ήλθε κοντά μας παραδίδοντας το σώμα εις τον θάνατον και ανασταίνοντας αυτό, διότι έτσι θά έμενεν εις την άφάνειαν. Απεναντίας κατέστησε τον εαυτόν του εμφανή διάμένων εις το άνθρώπινον σώμα, και με τα υπεράνθρωπα έργα πού έπετέλεσε και έδωκεν ως σημεία, τον ανεγνώρισαν ως Θεόν Λόγον,
Αμφότερα έπετέλεσεν ό Σωτήρ με την ένανθρώπησίν του από άγάπην προς τον άνθρωπον πρώτον ότι έξηφάνισεν από ημάς τον Θάνατον και μας άνανέωσε· και δεύτερον ότι έφανέρωσε με τα έργα του τον άφαντον και άόρατον εαυτόν του γνωστοποιώντας, ότι αυτός είνε ό Λόγος του Πατρός ό ήγεμών και βασιλεύς τού παντός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο θα διαγράφονται.

ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΡΟΦΗΤΕΊΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΘΕΑΤΟΥΣ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΦΑΡΑΓΓΟΥ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΆΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.

Ερευνα άρθρου:filio xarisopoulou ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΡΟΦΗΤΕΊΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΘΕΑΤΟΥΣ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΦΑΡΑΓΓΟΥ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΆΓΙΟ...